talhante - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

talhante - translation to ρωσικά

ARTESÃO RESPONSÁVEL PELO PREPARO E COMERCIALIZAÇÃO DE CARNES
Talhante

talhante         
{m}
a) водорез; b) волнорез
talhante      
I. adj режущий;
II. m
1) мор водорез;
2) волнорез
talhadura f      
см. talhamento

Ορισμός

Talhante
adj.
Que talha.
m.
Talhamar.
Constr.
Peça de ferro para armar inferiormente a corôa de madeira, que é base das columnas ocas de alvenaria, que se enterram no solo, para depois de cheias de areia e betão, servirem, nos terrenos molles ou aquíferos, de pilares dos arcos ou abóbadas, que sustentam as alvenarias superiores de certas construcções.

Βικιπαίδεια

Açougueiro

Um açougueiro (português brasileiro) ou talhante (português europeu) é uma pessoa que abate animais, corta as carnes, vende as carnes ou participa de qualquer combinação dessas três tarefas. Eles podem preparar cortes padrão de carne e aves para venda em estabelecimentos de varejo ou atacado de alimentos. Pode ser empregado por açougues, abatedouros, supermercados ou pode ser autônomo.